- ανάπλασμα
- το филос., психол, продукт преобразования, воспроизведения в сознании или в памяти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνάπλασμα — shape neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπλασμα — το (Α ἀνάπλασμα) πλάσμα, γέννημα τής φαντασίας αρχ. 1. αυτό που προήλθε από ανάπλαση, από ανασχηματισμό 2. αυτό που αναπαραστάθηκε πλαστά ή κατά μίμηση, αναπαράσταση, απομίμηση 3. αυτό που χρησιμεύει ως πρότυπο για ανάπλαση … Dictionary of Greek
ἀναπλασμάτων — ἀνάπλασμα shape neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπλάσμασι — ἀνάπλασμα shape neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπλάσμασιν — ἀνάπλασμα shape neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπλάσματα — ἀνάπλασμα shape neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπλάσματι — ἀνάπλασμα shape neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπλάσμωση — (Κτηνιατρ.) αρρώστια λοιμώδης και μεταδοτική τών βοοειδών που οφείλεται στην παρουσία μέσα στα ερυθρά αιμοσφαίρια τών ζώων ενός ειδικού αιμοπαρασίτου που ονομάζεται Ανάπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < anaplasmosis, νεολατιν. επιστημον. όρος < νεολατιν.… … Dictionary of Greek
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ՎԵՐԱՍՏԵՂԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0809 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. ἁνάπλασις, αναπλασμός, ανάπλασμα reformatio, conformatio, fictio, figmentum. Վերաստեղծելն, իլն. նորոգութիւն. կազմութիւն. եւ Յօրինուած մտաց. եւ Նմանութիւն. կերպարանակցութիւն. *Նորոգումն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)